ντρέπομαι

ντρέπομαι
(αόρ. ντράπηκα) μετ. , αμετ. стыдиться; смущаться, стесняться, робеть;

ντρέπομαι γιά λογαριασμό σας — мне стыдно за вас;

(σαν) δεν ντρέπεσαι! — как тебе не стыдно!;

μην ντρέπεστε! — не стесняйтесь!;

τον ντράπηκα а) я его постеснялся; б) мне стало стыдно перед ним

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ντρέπομαι" в других словарях:

  • ντρέπομαι — ντρέπομαι, ντράπηκα βλ. πίν. 180 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντρέπομαι — και ντρέπουμαι 1. αισθάνομαι ντροπή, αισχύνομαι («ντρέπομαι να τήν δω μετά από αυτό που τής έκανα») 2. σέβομαι κάποιον, αισθάνομαι δέος για κάποιον, συνήθως μεγαλύτερο σε ηλικία ή ανώτερο σε αξίωμα («ντρέπομαι τον πατέρα μου») 3. διστάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ντρέπομαι — ντράπηκα, αισχύνομαι, διστάζω από συστολή, νιώθω ντροπή: Πρέπει να ντρέπεσαι για όσα έκανες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντρέπομαι — ντρέπομαι πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • επαιδούμαι — ἐπαιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. ντρέπομαι 2. απόλ. αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ 3. (με αιτ.) σέβομαι, φοβάμαι κάποιον («μηδὲ τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθείς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιδούμαι «ντρέπομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταιδούμαι — καταιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για όποιον εκτιμώ και σέβομαι για την ηλικία ή την αρετή του) ντρέπομαι πάρα πολύ, φοβάμαι 2. ενεργ. καταιδῶ καταισχύνω, ντροπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰδοῦμαι «σέβομαι, ντρέπομαι» (< αἰδώς)] …   Dictionary of Greek

  • καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνδιατρέπομαι — Α νιώθω ντροπή, ντρέπομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διατρέπομαι «φοβάμαι, ντρέπομαι»] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»